σεισμόπληκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεισμόπληκτος < σεισμ(ός) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; (< πλήττω)
Επίθετο επεξεργασία
σεισμόπληκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεισμόπληκτος