Δείτε επίσης: σβόλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σβώλος οι σβώλοι
      γενική του σβώλου των σβώλων
    αιτιατική τον σβώλο τους σβώλους
     κλητική σβώλε σβώλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβώλος < από τη συνεκφορά του οριστικού ή αόριστου άρθρου (ένας-βώλος, τους-βώλους κλπ.) < αρχαία ελληνική βῶλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβώλος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία