σατυρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
σατυρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με Σατύρους
Δείτε επίσης : σατιρικός |
σατυρικός, -ή, -ό