Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκάστρια οι σαρκάστριες
      γενική της σαρκάστριας των σαρκαστριών
    αιτιατική τη σαρκάστρια τις σαρκάστριες
     κλητική σαρκάστρια σαρκάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρκάστρια < σαρκαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρκάστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία