Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπρόφυτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπρόφυτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία