saprophyte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saprophyte | saprophytes |
saprophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saprophyte | saprophytes |
saprophyte (fr) αρσενικό
- τα σαπρόφυτα
ενικός | πληθυντικός |
saprophyte | saprophytes |
saprophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
saprophyte | saprophytes |
saprophyte (fr) αρσενικό