σαμπουάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμπουάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική shampooing < αγγλική shampooing < shampoo < χίντι चाँपो < चाँपना (πιέζω, μαλάσσω) < σανσκριτική चपयति
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sam.puˈan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαμ‐που‐άν
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμπουάν ουδέτερο άκλιτο
- παχύρρευστο σαπούνι για το λούσιμο των μαλλιών