Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίκυος οἱ σίκυοι
      γενική τοῦ σικύου τῶν σικύων
      δοτική τῷ σικύ τοῖς σικύοις
    αιτιατική τὸν σίκυον τοὺς σικύους
     κλητική ! σίκυε σίκυοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σικύω
γεν-δοτ τοῖν  σικύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίκυος < σικύα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίκυος αρσενικό (σῐκῠός)

  1. (φυτό) αγγουριά
  2. (λαχανικό)αγγούρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία