Δείτε επίσης: ρονιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόνια < αγγλική run

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μονάδα μέτρησης του σκορ στο κρίκετ

  Μεταφράσεις επεξεργασία