κρίκετ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρίκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική cricket
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρίκετ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ομαδικό άθλημα με δύο ομάδες των έντεκα παικτών η κάθε μία, που με ειδικά ρόπαλα χτυπούν μια μικρή μπάλα, προσπαθώντας να σκοράρουν περισσότερους πόντους από τους αντιπάλους
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κρίκετ στη Βικιπαίδεια