Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρουκετοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρουκετοφόρ
ος
η
ρουκετοφόρ
α
το
ρουκετοφόρ
ο
γενική
του
ρουκετοφόρ
ου
της
ρουκετοφόρ
ας
του
ρουκετοφόρ
ου
αιτιατική
τον
ρουκετοφόρ
ο
τη
ρουκετοφόρ
α
το
ρουκετοφόρ
ο
κλητική
ρουκετοφόρ
ε
ρουκετοφόρ
α
ρουκετοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρουκετοφόρ
οι
οι
ρουκετοφόρ
ες
τα
ρουκετοφόρ
α
γενική
των
ρουκετοφόρ
ων
των
ρουκετοφόρ
ων
των
ρουκετοφόρ
ων
αιτιατική
τους
ρουκετοφόρ
ους
τις
ρουκετοφόρ
ες
τα
ρουκετοφόρ
α
κλητική
ρουκετοφόρ
οι
ρουκετοφόρ
ες
ρουκετοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρουκετοφόρος
<
ρουκέτ(α)
+
-ο-
+
-φόρος
<
φέρω
Επίθετο
επεξεργασία
ρουκετοφόρος, -ος ή =α, -ο
αυτός που φέρει
ρουκέτα
ή
ρουκέτες
Συγγενικά
επεξεργασία
ρουκετοβόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρουκετοφόρος