Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριναίος η ριναία το ριναίο
      γενική του ριναίου της ριναίας του ριναίου
    αιτιατική τον ριναίο τη ριναία το ριναίο
     κλητική ριναίε ριναία ριναίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριναίοι οι ριναίες τα ριναία
      γενική των ριναίων των ριναίων των ριναίων
    αιτιατική τους ριναίους τις ριναίες τα ριναία
     κλητική ριναίοι ριναίες ριναία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριναίος < ρίνα + -αίος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nose[1])

  Επίθετο επεξεργασία

ριναίος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ριναίοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)