Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριβοφλαβίνη οι ριβοφλαβίνες
      γενική της ριβοφλαβίνης των ριβοφλαβινών
    αιτιατική τη ριβοφλαβίνη τις ριβοφλαβίνες
     κλητική ριβοφλαβίνη ριβοφλαβίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριβοφλαβίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική riboflavin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριβοφλαβίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ριβοφλαβίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)