Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιταμίνη οι βιταμίνες
      γενική της βιταμίνης των βιταμινών
    αιτιατική τη βιταμίνη τις βιταμίνες
     κλητική βιταμίνη βιταμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιταμίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική vitamine < αγγλική vitamin[1] < λατινική vita (ζωή) + αγγλική amine (αμίνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιταμίνη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. λέξη που προτάθηκε από τον Πολωνό βιοχημικό Καζίμιεζ Φουνκ (Kazimierz Funk) το 1912

  Μεταφράσεις επεξεργασία