ρηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρηματικός < αρχαία ελληνική ῥηματικός < ῥῆμα
Επίθετο επεξεργασία
ρηματικός
- που ανήκει, αναφέρεται στο ρήμα
- που προέρχεται από το ρήμα
- Έκφραση: ρηματική διακοίνωση: ανυπόγραφο, ανεπίσημο διπλωματικό έγγραφο ή σημείωμα, διατυπωμένο σε τρίτο πρόσωπο