Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρευματοδότης οι ρευματοδότες
      γενική του ρευματοδότη των ρευματοδοτών
    αιτιατική τον ρευματοδότη τους ρευματοδότες
     κλητική ρευματοδότη ρευματοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρευματοδότης < ρεύμα + δότης
 
ρευματοδότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρευματοδότης αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) εντοιχισμένο εξάρτημα της ηλεκτρικής εγκατάστασης ενός κτηρίου, πάνω στο οποίο συνδέεται το καλώδιο τροφοδοσίας με ρεύμα των ηλεκτρικών συσκευών

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία