Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρευματολήπτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ρευματολήπτ
ης
οι
ρευματολήπτ
ες
γενική
του
ρευματολήπτ
η
των
ρευματοληπτ
ών
αιτιατική
τον
ρευματολήπτ
η
τους
ρευματολήπτ
ες
κλητική
ρευματολήπτ
η
ρευματολήπτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρευματολήπτης
<
ρεύμα
και
λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρευματολήπτης
αρσενικό
το εξάρτημα στο τέλος του καλωδίου μιας συσκευής, το οποίο εισάγεται στην παροχή ρεύματος (την
πρίζα
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
φις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρευματολήπτης
αγγλικά
:
plug
(en)
γαλλικά
:
fiche
(fr)