ρεκορντγούμαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεκορντγούμαν < αγγλική recordwoman
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεκορντγούμαν θηλυκό άκλιτο
- θηλυκό του ρέκορντμαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεκορντγούμαν
ρεκορντγούμαν θηλυκό άκλιτο