ρασιοναλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρασιοναλιστικός < ρασιοναλιστής
Επίθετο επεξεργασία
ρασιοναλιστικός
- ο σχετικός με το ρασιοναλισμό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρασιοναλιστικός
ρασιοναλιστικός