↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραιβοϊπποποδία οι ραιβοϊπποποδίες
      γενική της ραιβοϊπποποδίας των ραιβοϊπποποδιών
    αιτιατική τη ραιβοϊπποποδία τις ραιβοϊπποποδίες
     κλητική ραιβοϊπποποδία ραιβοϊπποποδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραιβοϊπποποδία < ραιβός + -ο- + ίππος + -ο- + -ποδία < αρχαία ελληνική ῥαιβός + ἵππος + πούς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /re.vo.i.po.po.ˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραι‐βο‐ιπ‐πο‐πο‐δί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραιβοϊπποποδία θηλυκό

 
ραιβοϊπποποδία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία