Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοπλοήγηση οι ραδιοπλοηγήσεις
      γενική της ραδιοπλοήγησης* των ραδιοπλοηγήσεων
    αιτιατική τη ραδιοπλοήγηση τις ραδιοπλοηγήσεις
     κλητική ραδιοπλοήγηση ραδιοπλοηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοπλοηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοπλοήγηση < ραδιο- + πλοήγηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radioguidage[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radio navigation[1] / radionavigation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοπλοήγηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 ραδιοπλοήγησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)