π.μ.
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- π.μ. < από τα αρχικά των λέξεων της έκφρασης: προ μεσημβρίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική a.m. < λατινική ante meridiem
Συντομομορφή επεξεργασία
π.μ. άκλιτο συντομογραφία
- συντομογραφία του προ μεσημβρίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
π.μ. ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό) συντομογραφία του προσωπικό μήνυμα
- ↪ Πρέπει να σου κάνω φόλοου να σου στείλω πμ.