πυροτεχνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροτεχνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrotechnique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrotechnic[1] < αρχαία ελληνική πῦρ + τέχνη
Επίθετο επεξεργασία
πυροτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πυροτέχνη ή την πυροτεχνική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πυροτεχνική
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πυροτέχνης, πυρ και τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροτεχνικός
- ↑ 1,0 1,1 πυροτεχνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)