πυροβατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πυροβατικός, -ή, -ό
- (λαογραφία): ο σχετικός με πυροβάτη ή πυροβασία
- ο σχετικός με αναστενάρη
- "πυροβατικός οίστρος", "πυροβατική έκσταση", "πυροβατικό έθιμο"
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροβατικός
|