αναστενάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναστενάρης < ίσως από μεσαιωνική ελληνική λέξη που συνδύασε το αναστενάζω με το στρηνιάζω (ερωτικό πάθος, οίστρος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναστενάρης αρσενικό και αναστενάρισσα το θηλυκό
- εκείνος που μετέχει στα αναστενάρια, το έθιμο της εκστατικής πυροβασίας ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναστενάρης
|