πυραυλοκίνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυραυλοκίνητος < πύραυλ(ος) + -ο- + -κίνητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rocket-propelled[1] [2])
Επίθετο επεξεργασία
πυραυλοκίνητος, -η, -ο
- που κινείται / προωθείται με τη βοήθεια πυραύλων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυραυλοκίνητος
- ↑ πυραυλοκίνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πυραυλοκίνητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)