Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόγναθος η πρόγναθη το πρόγναθο
      γενική του πρόγναθου της πρόγναθης του πρόγναθου
    αιτιατική τον πρόγναθο την πρόγναθη το πρόγναθο
     κλητική πρόγναθε πρόγναθη πρόγναθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόγναθοι οι πρόγναθες τα πρόγναθα
      γενική των πρόγναθων των πρόγναθων των πρόγναθων
    αιτιατική τους πρόγναθους τις πρόγναθες τα πρόγναθα
     κλητική πρόγναθοι πρόγναθες πρόγναθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόγναθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prognathous < αρχαία ελληνική πρό + γνάθος

  Επίθετο επεξεργασία

πρόγναθος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία