προφυλακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφυλακτήρας < προφυλάσσω + -τήρας < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω < προελληνικό *pʰulakyō
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.fi.laˈkti.ɾas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφυλακτήρας αρσενικό
- οτιδήποτε προστατεύει
- (ειδικότερα) πλαστικό ή μεταλλικό σύστημα που προσαρμόζεται στο μπροστά ή πίσω τμήμα ενός οχήματος και το προστατεύει σε ενδεχόμενη πρόσκρουση ή σύγκρουση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προφυλάσσω και φυλάσσω