Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρουση οι συγκρούσεις
      γενική της σύγκρουσης* των συγκρούσεων
    αιτιατική τη σύγκρουση τις συγκρούσεις
     κλητική σύγκρουση συγκρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκρουση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγκρου(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε σύγ- + κρούση. → δείτε τη λέξη συγκρούομαι
 
Σύγκρουση αυτοκινήτων.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγ‐κρου‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκρουση θηλυκό

  1. ορμητική πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου πάνω σε άλλο κινούμενο ή ακίνητο αντικείμενο
    θανατηφόρα μετωπική σύγκρουση δύο αυτοκινήτων
  2. πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία
     συνώνυμα: σύρραξη
  3. αναντιστοιχία, ασυμβατότητα
    οι απόψεις σου έρχονται σε σύγκρουση με την κοινή λογική
  4. (πληροφορική) η εσφαλμένη υπαγωγή περιοχής δίσκου, κάρτας μνήμης ή άλλου φορέα δεδομένων σε διαφορετικά (περισσότερα του ενός) αναγνωριστικά (αναγνωριστικούς κώδικες)
  5. (πληροφορική) collision: η ταυτόχρονη χρήση ομοίων ονομάτων (πχ. μεταβλητών, συναρτήσεων) ή κωδικών (πχ. κωδικών κατατεμαχισμού), οπότε δημιουργείται πρόβλημα ταυτοποίησης τους
    → δείτε τη λέξη σύγκρουση ονομάτων

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σύγκρουση γιγάντων: τα δύο αντιμαχόμενα μέρη είναι εξίσου πολύ ισχυρά
  • σύγκρουση συμφερόντων: η περίπτωση κατά την οποία η αποστολή ή η εργασία που έχει αναλάβει κάποιος βρίσκεται σε σύγκρουση με τα προσωπικά του συμφέροντα
  • σύγκρουση δεδομένων:
  1. ύπαρξη (ή έστω εμφάνιση σε κάποιον) αντιφατικών δεδομένων
  2. (πληροφορική) καπέλωση εγγραφής δεδομένου από άλλο όμως πλέον χωρίς να ξέρουμε που (σε ποιο αναγνωριστικό) αντιστοιχεί ή αν το καπέλωμα ήταν μερικό και άρα το νέο ψευδοδεδομένο δεν ταιριάζει με κανένα πρωταρχικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κρούση και κρούω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία