προσχηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.sçi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σχη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
προσχηματικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- προσχηματικά
- προσχηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πρόσχημα, σχήμα και έχω