προσγειωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσγειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσγειώνω, προσγειώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
προσγειωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσγειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσγειωμένος