προπανδημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπανδημικός < προ- + πανδημικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.pan.ði.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐παν‐δη‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
προπανδημικός
- (νεολογισμός) που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την περίοδο μιας πανδημίας
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπανδημικός