Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπαγάνδα οι προπαγάνδες
      γενική της προπαγάνδας
    αιτιατική την προπαγάνδα τις προπαγάνδες
     κλητική προπαγάνδα προπαγάνδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαγάνδα < (άμεσο δάνειο) γαλλική propagande < νεολατινική propaganda < Congregatio de Propaganda Fide (Επιτροπή για την Προώθηση της Πίστης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπαγάνδα θηλυκό

  1. η συστηματική απόπειρα διάδοσης ιδεών, αντιλήψεων ή απόψεων στον θρησκευτικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο τομέα, που έχει σκοπό να επηρεάσει την κοινή γνώμη και να την διαμορφώσει κατάλληλα, συνήθως μέσω της μεροληπτικής, στρεβλής ή ελλιπούς μετάδοσης πληροφοριών και της παραπληροφόρησης
  2. η διαστρέβλωση της αλήθειας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία