Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειραγώγηση οι χειραγωγήσεις
      γενική της χειραγώγησης* των χειραγωγήσεων
    αιτιατική τη χειραγώγηση τις χειραγωγήσεις
     κλητική χειραγώγηση χειραγωγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειραγωγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειραγώγηση < μεσαιωνική ελληνική χειραγώγησις < ελληνιστική κοινή χειραγωγέω / χειραγωγῶ < αρχαία ελληνική χείρ + ἄγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾaˈɣo.ʝi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειραγώγηση θηλυκό

  • η ενέργεια του χειραγωγώ, η συνειδητή ειδική προσπάθεια κάποιου να επηρεάσει ή να διαχειριστεί έξυπνα ή ύπουλα το συνάνθρωπό του με επιδέξιο τρόπο
    • η χειραγώγηση των καταναλωτών μέσω της διαφήμισης
    • είναι σύνηθες φαινόμενο η τάση πολιτικών να εξηγούν τις επιπτώσεις των δικών τους παραλείψεων στη βάση των εξωοικονομικών παραγόντων χειραγώγησης των αγορών

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία