προβληματική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβληματική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προβληματικός
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβληματική | ||
γενική | της | προβληματικής | ||
αιτιατική | την | προβληματική | ||
κλητική | προβληματική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
προβληματική θηλυκό στον ενικό
- (φιλοσοφία) μέθοδος ή θεωρίες προβληματισμού, ο στοχασμός
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προβληματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του προβληματικός