Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβληματισμός οι προβληματισμοί
      γενική του προβληματισμού των προβληματισμών
    αιτιατική τον προβληματισμό τους προβληματισμούς
     κλητική προβληματισμέ προβληματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβληματισμός < προβληματίζομαι + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.vli.ma.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προβληματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία