προαναφέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαναφέρω < ελληνιστική κοινή προαναφέρω < αρχαία ελληνική προ- + ἀναφέρω
Ρήμα επεξεργασία
προαναφέρω (παθητική φωνή: προαναφέρομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
- προαναφερόμενος
- → δείτε τις λέξεις προ, αναφέρω, ανά και φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαναφέρω
|