Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφέρω < ἀναφέρω

  Ρήμα επεξεργασία

αναφέρω, πρτ.: ανέφερα, στ.μέλλ.: θα αναφέρω, αόρ.: ανέφερα, παθ.φωνή: αναφέρομαι

  1. μιλώ για κάτι, κάνω μια αναφορά σε κάτι
    ο ομιλητής ανέφερε ότι οι προοπτικές για το νέο προϊόν διαγράφονται αισιόδοξες
  2. μιλώ για κάτι χωρίς να δίνω πολλές λεπτομέρειες
    απλώς το ανέφερε σε μια κουβέντα ότι έχει κάποια οικογενειακά προβλήματα, δεν μας είπε κάτι παραπάνω
  3. κάνω κάτι γνωστό, ανακοινώνω
    ο δημοσιογράφος ανέφερε ότι γίνονται συγκρούσεις έξω από την πολιορκημένη πόλη
  4. ανακοινώνω γραπτά ή προφορικά κάτι σε ανώτερό μου σχετικά με εργασία, υπηρεσία ή ευθύνη που έχω αναλάβει
    ο αστυνομικός πήγε να αναφέρει στο διοικητή του αστυνομικού τμήματος για το περιστατικό
    ο αστυνομικός πήγε να αναφέρει το περιστατικό στο διοικητή του αστυνομικού τμήματος
  5. κάνω σε κάποιον (εναντίον κάποιου) αναφορά, γνωστοποιώ μια επιλήψιμη πράξη του σε ανώτερους
    θα σε αναφέρω στο διοικητή, αν δεν εκτελέσεις τη διαταγή
    θα αναφέρω την απειθαρχία σου στο διοικητή
  6. συνυπολογίζω, προσμετρώ κάτι σε ένα σύνολο
    οι δυσκολίες για την κυβέρνηση είναι ήδη πολύ μεγάλες, και χωρίς να αναφέρουμε τη λαϊκή δυσαρέσκεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία