Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριμιτιβισμός οι πριμιτιβισμοί
      γενική του πριμιτιβισμού των πριμιτιβισμών
    αιτιατική τον πριμιτιβισμό τους πριμιτιβισμούς
     κλητική πριμιτιβισμέ πριμιτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριμιτιβισμός < αγγλική primitivism < λατινική primitivus < primus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριμιτιβισμός αρσενικό

  • (ζωγραφική, τέχνη) ρεύμα στις εικαστικές τέχνες του εικοστού αιώνα που χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση καλλιτεχνικών μοτίβων που απαντούν στην τέχνη των «πρωτόγονων»

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία