πριμιτίφ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πριμιτίφ < γαλλική primitif < λατινική primitivus < primus
Επίθετο επεξεργασία
πριμιτίφ άκλιτο
- (ζωγραφική, τέχνη) που αφορά πριμιτιβιστή καλλιτέχνη, που με την απλοϊκή του και αδέξια τεχνική θυμίζει πρωτόγονο καλλιτέχνη
Συγγενικά επεξεργασία
- πριμιτιβισμός
- πριμιτιβιστής
- πριμιτιβιστικός
- πριμιτιβίστρια
- → δείτε τις λέξεις πρίμος, πρώτος και προ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πριμιτίφ
|