primitif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- primitif < λατινική primitivus (πρωτότοκος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁi.mi.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | primitif | primitifs |
θηλυκό | primitive | primitives |
primitif (fr)
Εκφράσεις επεξεργασία
- de façon primitive - πρωτόγονα