πουνεντογάρμπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pu.nen.doˈɣaɾ.bis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐νε‐ντο‐γάρ‐μπης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουνεντογάρμπης αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουνεντογάρμπης
|