Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαρμπής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαρμπής < βενετική garbin < αραβική غربي (garbī, δυτικός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaɾˈbis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαρ‐μπής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαρμπής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία