Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουνέντες οι πουνέντηδες
      γενική του πουνέντε των πουνέντηδων
    αιτιατική τον πουνέντε τους πουνέντηδες
     κλητική πουνέντε πουνέντηδες
Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουνέντες < (άμεσο δάνειο) ιταλική ponente + με τροπή [o] > [u][1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουνέντες αρσενικό και πονέντες ή πουνέντης

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία