Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοδυτικός η νοτιοδυτική το νοτιοδυτικό
      γενική του νοτιοδυτικού της νοτιοδυτικής του νοτιοδυτικού
    αιτιατική τον νοτιοδυτικό τη νοτιοδυτική το νοτιοδυτικό
     κλητική νοτιοδυτικέ νοτιοδυτική νοτιοδυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοδυτικοί οι νοτιοδυτικές τα νοτιοδυτικά
      γενική των νοτιοδυτικών των νοτιοδυτικών των νοτιοδυτικών
    αιτιατική τους νοτιοδυτικούς τις νοτιοδυτικές τα νοτιοδυτικά
     κλητική νοτιοδυτικοί νοτιοδυτικές νοτιοδυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοτιοδυτικός < νοτιο- + δυτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική southwest[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sud-ouest[2])

  Επίθετο επεξεργασία

νοτιοδυτικός

  1. που βρίσκεται ανάμεσα στο νότιο και δυτικό σημείο του ορίζοντα
  2. που είναι στραμμένος προς την παραπάνω κατεύθυνση, κατευθύνεται προς τα κει ή προέρχεται από κει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. νοτιοδυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νοτιοδυτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)