Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορταμέντο τα πορταμέντα
      γενική του πορταμέντου των πορταμέντων
    αιτιατική το πορταμέντο τα πορταμέντα
     κλητική πορταμέντο πορταμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορταμέντο < ιταλική portamento < portare < λατινική portare < porto (φέρω, μεταφέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορταμέντο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία