Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποριά οι ποριές
      γενική της ποριάς των ποριών
    αιτιατική την ποριά τις ποριές
     κλητική ποριά ποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποριά < πόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποριά θηλυκό

  • το μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία