Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέρασμα τα περάσματα
      γενική του περάσματος των περασμάτων
    αιτιατική το πέρασμα τα περάσματα
     κλητική πέρασμα περάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέρασμα < μεσαιωνική ελληνική πέρασμα < περνώ < αρχαία ελληνική περάω / περῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.ɾa.zma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέρασμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περνώ ή τού διαπερνώ
    1. διέλευση
    2. μετακίνηση
    3. διάβαση
    4. μετάβαση
    5. καταχώριση
      αρχικά πρέπει να γίνει ξανά το πέρασμα όλων των στοιχείων στη νέα βάση δεδομένων
    6. μεταβίβαση
    7. παρέλευση
      η Ελλάδα στο πέρασμα των αιώνων
  2. ο τόπος, το σημείο από όπου περνάει κάποιος συνήθως ή υποχρεωτικά κατά την πορεία του προς έναν προορισμό
    Στη μεγαλύτερη βραχονησίδα είναι χτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου Ισίδωρου, που συνδέεται με την απέναντι παραλία της Κόκκαλης μ' ένα στενό πέρασμα. (από άρθρο για τη Λέρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/06/2008)
     συνώνυμα: διάβαση, δίοδος
  3. (μουσική) ιδιαίτερο τμήμα μέσα σε ευρύτερη σύνθεση, πχ. μία cadenza (βιρτουόζικο σόλο) σε ορχηστρικό έργο ή ένα έντονο, φορτισμένο, χαρακτηριστικό ή διαφοροποιημένο σημείο σε σύνθεση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία