βουνοποριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουνοποριά | οι | βουνοποριές |
γενική | της | βουνοποριάς | των | βουνοποριών |
αιτιατική | τη | βουνοποριά | τις | βουνοποριές |
κλητική | βουνοποριά | βουνοποριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουνοποριά θηλυκό
- στενό πέρασμα που διασχίζει ένα βουνό
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουνοποριά
|