Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πολυχροο-
ονομαστική / πολύχροος   > πολύχρους τὸ πολύχροον   > πολύχρουν
      γενική τοῦ/τῆς πολυχρόου   > πολύχρου τοῦ πολυχρόου   > πολύχρου
      δοτική τῷ/τῇ πολυχρό    > πολύχρ τῷ πολυχρό    > πολύχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύχροον   > πολύχρουν τὸ πολύχροον   > πολύχρουν
     κλητική ! πολύχροε     > πολύχρους πολύχροον   > πολύχρουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύχροοι   > πολῦχροι τὰ πολύχρο   > πολύχρο
      γενική τῶν πολυχρόων > πολύχρων τῶν πολυχρόων > πολύχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυχρόοις > πολύχροις τοῖς πολυχρόοις > πολύχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυχρόους > πολύχρους τὰ πολύχρο   > πολύχρο
     κλητική ! πολύχροοι   > πολύχροι πολύχρο   > πολύχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυχρόω   > πολύχρω τὼ πολυχρόω   > πολύχρω
      γεν-δοτ τοῖν πολυχρόοιν > πολύχροιν τοῖν πολυχρόοιν > πολύχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύχροος < πολύ- + -χροος + χρώς, χρόα

  Επίθετο επεξεργασία

πολύχροος, -ος, -ον (& συνηρημένο: πολύχρους)

  1. πολύχρωμος
     συνώνυμα: πολύχρωμος, πολυχρώματος
  2. ποικίλος

  Πηγές επεξεργασία